_______ " ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ " _____
Οδυσσέας Ελύτης
"Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο "
η συναυλία το 1977
______________
Ο Ελύτης διαβάζει το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
________
του
Βασίλης Στοϊλόπουλος
«…. Τα θεμέλιά μου στα βουνά …»
Και όπως ερμήνευσε το «Άξιον Εστί» του Ελύτη με μια εξαιρετική «γεωλογική – παλαιοντολογική ματιά» ο αείμνηστος Τάσος Λιγνάδης :
«ό,τι άξιον εστί, ό,τι στ' αλήθεια ανέπαφο, το φυλάει η γη, που έχει στοιχειώσει μέσα στα ζωντανά φαντάσματα της: Ίσκιοι, ευχές στην πέτρα, κομμένα κεφάλια και χέρια σε μάρμαρο, όστρακα κραυγών σε πηλό, η κεντημένη ΚυράΠηνελόπη, η Αρετούσα σαν άδειο παράθυρο, η Λυγερή του τραγουδιού και του ΄Αδη, τα πουλιά και οι ιερείς, οι χαιρετισμοί στο Ρόδο το Αμάραντο, τα οστά μας άνθη της αύριον, οι Άγιοι αχειροποίητοι, και τα εικονίσματα και τα τέρατα και τα σημεία και το λιγοστό νερό και οι σάτυροι και οι νύμφες και ό,τι άλλο μας κάνει να νιώθουμε ποιο είναι το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου».
Γιατί, όπως έλεγε και ο ίδιος ο Ελύτης :
«Χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει τίποτε. Μόνον όταν θυμάσαι, υπάρχεις στ΄ αλήθεια. Και μόνον όταν υπάρχεις στ΄ αλήθεια, είσαι στ΄ αλήθεια ελεύθερος».
___________
από
Γιώργος Τασιόπουλος
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πώς έγραψε το " ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ " ...
<< Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο,
την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα,
μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη
τα χρόνια του ’48 με ’51.
Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι, την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο.
Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ.
Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα,
με ρουφηγμένα πρόσωπα.
Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών.
Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές.
Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση...