Του Μάνου Λαμπράκη
Σε έναν κόσμο που θεοποιεί το τεκμήριο και εμπορευματοποιεί την απουσία, που επιθυμεί να αγγίζει, να κατέχει και να διασώζει, η Εκκλησία καλείται να αντισταθεί: όχι προσφέροντας κατάλοιπα, αλλά παρουσία. Τα λείψανα και τα κειμήλια, όσο ευλαβικά κι αν τα αντιμετωπίζει η παράδοση, γίνονται προβληματικά όταν απολυτοποιούνται, και γίνονται αντιευαγγελικά, όταν αποδίδονται στον ίδιο τον Χριστό.
Στα τέσσερα Ευαγγέλια δεν υπάρχει πουθενά λατρεία αντικειμένων. Ο Ιησούς αποδομεί τη λατρεία της τοποθεσίας με ριζική φράση:
«οὐκ ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὐδὲ ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί» (Ἰω. δ΄ 21).
Η σωτηρία δεν κατοικεί σε υλικά υπολείμματα. Ο Θεός δεν διαμένει σε αντικείμενα, διαμένει σε πρόσωπα. Ο Χριστός, σε όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, δεν αφήνει τίποτα για να Τον θυμόμαστε. Ούτε λείψανα, ούτε ενδύματα, ούτε αίμα φυλαγμένο. Αντίθετα, ο χιτώνας Του διαμοιράζεται:
«ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη… καὶ τὸν χιτῶνα… οὐ ῥαφτὸς, ἀλλ᾽ ὑφαντὸς δι᾽ ὅλου ἐκ τῶν ἄνωθεν» (Ἰω. ιθ΄ 23).
Το σώμα Του δεν παραμένει στον τάφο, αλλά ανασταίνεται:
«οὔτε ἐγκατελείφθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς ᾅδου, οὔτε ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδεν διαφθοράν» (Πρ. β΄ 31).
Και στους μαθητές στους Εμμαούς, μόλις Τον αναγνωρίζουν,
«αὐτὸς ἐξέλιπεν ἀπ᾽ αὐτῶν» (Λκ. κδ΄ 31).
Δεν τους αφήνει τίποτα. Ούτε χνάρι.
Αν η Εκκλησία επιμένει να αναζητά τα σημάδια Του σε σταυρούς, κάρες, λείψανα και καρφιά, τότε έχει ήδη παραδοθεί στο φετιχισμό της απουσίας. Ο Χριστός δεν είναι απών. Δεν είναι ένα σώμα που διασώθηκε σε τεμάχια. Είναι παρών. Είναι κοινωνούμενος. Ο ίδιος ο τάφος Του γίνεται θεολογική αρχή:
«οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ» (Ματθ. κη΄ 6).
Η απουσία Του από τον τάφο είναι η παρουσία Του εντός της Εκκλησίας.