Του Μάνου Λαμπράκη
Τις τελευταίες μέρες, για υποθέσεις που συσσωρεύονταν και δεν μπορούσαν πια να αναβάλλονται, βγήκα ξανά έξω. Είχα καιρό να εμφανιστώ, λόγω εκείνης της σιωπηλής εξάντλησης, της διάχυτης κόπωσης που δεν έχει όνομα, μόνο βαρύτητα.
Δεν είμαστε πια θύματα του απαγορευμένου, αλλά της υπερβολής δυνατότητας. Όλα μπορούμε να τα κάνουμε, αλλά τίποτα δεν έχει νόημα. Έτσι, μένουμε μέσα. Περιμένοντας κάτι να επιβάλει την έξοδο. Κάτι να μας αναγκάσει να εμφανιστούμε.
Και τελικά εμφανίστηκα. Βγήκα σε μια πόλη που νόμιζα ότι ήξερα. Αλλά μετά από λίγο, κατάλαβα: δεν την αναγνώριζα. Ή, μάλλον, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου εντός της. Έγινα βλέμμα που δεν ήξερε πού να σταθεί. Έγινα σώμα που δεν θυμόταν πώς να βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα σώματα.
Και τότε το είδα: γυναίκες να επιστρέφουν στα σπίτια τους, μόνες. Άντρες, εξίσου μόνοι. Όχι δυστυχισμένοι. Αλλά εκπαιδευμένοι. Εκπαιδευμένοι να μην περιμένουν τίποτα. Να μη διεκδικούν συνάντηση, αλλά επαναφορά. Σαν να ήθελαν απλώς να φτάσουν. Σαν το σπίτι να ήταν το τέλος ενός δρόμου, κι όχι η αρχή μιας σχέσης.
Αυτή η επιστροφή δεν είχε βάρος δραματικό. Δεν είχε μελοδραματισμό. Ήταν ένα ταπεινό καθημερινό adagio, μέσα σε σιωπές, φωτισμένα κουδούνια και αυτόματες πόρτες ασφαλείας. Ήταν ένα συνεχές: έξοδος – σιωπή – επιστροφή. Ένα προφίλ ζωής όπου η επιθυμία δεν έσβησε· απλώς εξορίστηκε στο ενδιάμεσο.
Η μοναξιά εδώ δεν είναι κοινωνικό πρόβλημα. Είναι κανονιστική δομή. Δεν βιώνεται ως παθολογία. Αλλά ως καθεστώς. Ως αθόρυβη αποδοχή της ατομικότητας ως μοίρας. Το βλέμμα πια δεν κοιτά. Σαρώνει. Δεν συναντά, προσπερνά. Δεν ερωτεύεται, αξιολογεί.
Κι όμως η σύγχρονη βία είναι η βία της θετικότητας: η πίεση να είσαι καλά, να φαίνεσαι ικανός, λειτουργικός, έτοιμος. Ο άλλος δεν είναι μυστήριο, είναι data. Είναι πιθανότητα ανταπόκρισης. Έχεις δικαίωμα να ζητήσεις, αλλά κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να σε δει.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: το βλέμμα έχει πάψει να είναι τόπος σχέσης. Δεν δημιουργεί ένταση, αποφεύγει την ένταση. Δεν προκαλεί επιθυμία, παράγει ασφάλεια. Το βλέμμα έγινε τεχνική επιβίωσης, όχι πράξη αποδοχής.
Και όμως. Αν υπάρχει ακόμη ελπίδα, αυτή βρίσκεται στη δυνατότητα να δοθεί χρόνος στο βλέμμα. Να σταθεί λίγο παραπάνω. Όχι με αγωνία, αλλά με τρυφερότητα. Να πει: «σε βλέπω – χωρίς να σε εξηγώ». Να δοθεί χώρος στο ενδεχόμενο. Όπως λέει και ο Bourdieu: τα σώματα γνωρίζουν πριν απ’ τη συνείδηση, αλλά κάποιος πρέπει να τους το επιτρέψει.
Πρέπει να δώσουμε στον άλλον το δικαίωμα να φανερωθεί, όχι μόνο να ανταποκριθεί. Πρέπει να δημιουργήσουμε εκείνη τη ρωγμή από την οποία θα περάσει ο πόθος. Όχι ο φτηνός πόθος κατανάλωσης, αλλά ο πόθος να είμαστε για κάποιον αδύνατοι. Να μη μας φοβούνται για την ευθραυστότητά μας. Να γίνουμε, έστω για λίγο, διαφανείς και διαπερατοί.
Το βλέμμα που αλλάζει κατεύθυνση, το βλέμμα που δεν περνά – είναι πολιτική πράξη. Είναι διάρρηξη της συνήθειας. Είναι το σημείο όπου η υποκειμενικότητα ανακτά σάρκα. Είναι η αποτυχία του κανονιστικού. Είναι η είσοδος του ερωτικού. Όχι του ερωτισμού, αλλά της βραδύτητας που επιτρέπει την αποκάλυψη.
Κι ίσως αυτό να είναι η μόνη μας πρόταση προς τον κόσμο:
να επιβραδύνουμε.
Να σταθούμε λίγο παραπάνω δίπλα στον άλλον.
Να του χαρίσουμε την ευκαιρία να φανεί.
Όχι για να γίνει δικός μας.
Αλλά για να γίνει πραγματικός.
Γιατί κάθε άνθρωπος που δεν βλέπεται, κάθε σώμα που επιστρέφει χωρίς να έχει συναντηθεί, είναι μία σχέση που δεν συνέβη.
Και η πόλη είναι γεμάτη από σχέσεις που δεν συνέβησαν.
Από έρωτες που πέρασαν σαν βλέμματα.
Από χειραψίες που έμειναν τσάντες στα χέρια.
Από στόματα που περίμεναν μια κουβέντα,
και άκουσαν το ασανσέρ.
Γι’ αυτό, την επόμενη φορά, ας καθυστερήσουμε.
Όχι από βαρεμάρα.
Αλλά από τρυφερότητα.
Για να επιστρέψουμε,
όχι μόνο στο σπίτι μας.
Αλλά και ο ένας στον άλλον.
Καλό ξημέρωμα!
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.